- μήνανθος
- μήν-ανθος, ἡ, Monatsblume
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μηνάνθος — μηνάνθος, ὁ (Α) το φυτό νυμφαία, το νούφαρο … Dictionary of Greek
μηνυανθές ή μήνανθος ή μινυανθές — Φυτό που ανήκει στο γένος των αγγειοσπέρμων δικοτυληδόνων της οικογένειας των γεντιανίδων. Φύεται κυρίως στην Ινδία, ενώ μερικά από τα 25 είδη του συναντώνται και σε περιοχές της Ελλάδας, σε διάφορους υγρότοπους. Στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
μηνάνθους — μηνάνθος dwarf water lily masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)